σκότιση
Смотреть что такое "σκότιση" в других словарях:
σκότιση — η, Ν [σκοτίζω] 1. η ενέργεια του σκοτίζω, σκοτισμός, σκότισμα 2. σκοτείνιασμα 3. μτφ. διανοητική σύγχυση, θόλωμα τού μυαλού, ζάλη («στού πόθου τση τη σκότιση δε συντηρά άλλα κάλλη», Ερωτόκρ.) … Dictionary of Greek
σκότιση — η 1. σκοτείνιασμα. 2. ζάλη, σύγχυση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκοτίσῃ — σκοτίζω make dark aor subj mid 2nd sg σκοτίζω make dark aor subj act 3rd sg σκοτίζω make dark fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκοτίσηι — σκοτίσῃ , σκοτίζω make dark aor subj mid 2nd sg σκοτίσῃ , σκοτίζω make dark aor subj act 3rd sg σκοτίσῃ , σκοτίζω make dark fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαραυγία — μαραυγία, ἡ (Α) [μαραυγώ] σκότιση, θάμπωμα τών ματιών εξαιτίας λαμπερού φωτός … Dictionary of Greek
σκοτισμάρα — η σκότιση, σάστιμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)